ζυγιαστής

ζυγιαστής
ο
πληθ. ζυγιαστάδες, θηλ. ζυγιάστρα
1. ζυγιστής (βλ. λ.).
2. μτφ., το θηλ., ζυγιάστρα γυναίκα που έχει την ικανότητα να κρίνει (να ζυγίζει) πρόσωπα και πράγματα και ανάλογα να ρυθμίζει και τις σχέσεις της με άντρες.
3. το βαρίδι του ζυγού (του κανταριού).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζυγιαστής — ο (θηλ. ζυγιάστρα, πληθ. ζυγιαστάδες) [ζυγιάζω] 1. ζυγιστής 2. (μτφ. το θηλ.) η ζυγιάστρα αυτή που έχει την ικανότητα να ψυχολογεί και να εκτιμά πρόσωπα και πράγματα, καθώς και αυτή που προχωρεί στους αισθηματικούς δεσμούς της υπολογίζοντας… …   Dictionary of Greek

  • ζυγιστής — και ζυγιαστής, ο [ζυγίζω] 1. αυτός που ζυγίζει 2. αυτός που έχει ως επάγγελμα (ως υπηρεσία) τη ζύγιση και γενικά τον έλεγχο τών εμπορευμάτων που ζυγίζονται στο τελωνείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”