- ζυγιαστής
- οπληθ. ζυγιαστάδες, θηλ. ζυγιάστρα1. ζυγιστής (βλ. λ.).2. μτφ., το θηλ., ζυγιάστρα γυναίκα που έχει την ικανότητα να κρίνει (να ζυγίζει) πρόσωπα και πράγματα και ανάλογα να ρυθμίζει και τις σχέσεις της με άντρες.3. το βαρίδι του ζυγού (του κανταριού).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.